-
1 кофе
кофе м о καφές· \кофе в зёрнах о ανάλεστος καφές· молотый \кофе о αλεσμένος καφές* \кофе с молоком (со сливками) о καφές με γάλα ( με κρέμα)· крепкий \кофе о βαρύς καφές* * *мο καφέςко́фе в зёрнах — ο ανάλεστος καφές
мо́лотый ко́фе — ο αλεσμένος καφές
ко́фе с молоко́м (со сли́вками) — ο καφές με γάλα (με κρέμα)
кре́пкий ко́фе — ο βαρύς καφές
-
2 кофе
кофем нескл. ὁ καφές:\кофе в зернах ἀνάλεστος καφές· молотый \кофе ὁ ἀλεσμένος καφές· \кофе со сливками καφές μέ κρέμα· любитель \кофе ὁ καφεπότης.
См. также в других словарях:
αλεστός — ή, ό (Μ ἀλεστός, ή, όν) αλεσμένος («αλεστός καφές»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. τού αλέθω. ΠΑΡ. νεοελλ. άλεστος] … Dictionary of Greek
χοντροκομμένος — η, ο, Ν 1. αλεσμένος σε χοντρούς κόκκους («χοντροκομμένος καφές») 2. κομμένος σε χοντρά κομμάτια 3. (για πρόσ.) αυτός που έχει τα μέλη του χοντρά ή τα χαρακτηριστικά του αδρά, χοντροκαμωμένος 4. κατασκευασμένος με άτεχνο τρόπο («χοντροκομμένη… … Dictionary of Greek