Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

αλεσμένος καφές

См. также в других словарях:

  • αλεστός — ή, ό (Μ ἀλεστός, ή, όν) αλεσμένος («αλεστός καφές»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. τού αλέθω. ΠΑΡ. νεοελλ. άλεστος] …   Dictionary of Greek

  • χοντροκομμένος — η, ο, Ν 1. αλεσμένος σε χοντρούς κόκκους («χοντροκομμένος καφές») 2. κομμένος σε χοντρά κομμάτια 3. (για πρόσ.) αυτός που έχει τα μέλη του χοντρά ή τα χαρακτηριστικά του αδρά, χοντροκαμωμένος 4. κατασκευασμένος με άτεχνο τρόπο («χοντροκομμένη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»